ῥαιστήριος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen

Source
(13_2)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] hämmernd; [[ἱδρώς]], Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0832.png Seite 832]] hämmernd; [[ἱδρώς]], Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.
}}
{{ls
|lstext='''ῥαιστήριος''': -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, [[ῥαιστήριος]] [[ἱδρώς]], ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, [[αὐτόθι]] 2. 28. ΙΙ. [[καθόλου]], [[φθαρτικός]], ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· [[μετὰ]] γεν., ῥ. θυμοῦ [[αὐτόθι]] 790· [[νηῶν]] Δ. 921.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιστήριος Medium diacritics: ῥαιστήριος Low diacritics: ραιστήριος Capitals: ΡΑΙΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhaistḗrios Transliteration B: rhaistērios Transliteration C: raistirios Beta Code: r(aisth/rios

English (LSJ)

α, ον,

   A smashing, hammering, ῥ. ἱδρώς the blacksmith's sweat or toil, ib.2.28; ἄκμοσι . . ῥ. hammered upon the anvil, ib.5.153.    II generally, destructive, pernicious, ῥ. φάρμακα, opp. ἐσθλά, A.R.3.803: c. gen., ῥ. φάρμακα θυμοῦ ib.790; νηῶν 4.921.

German (Pape)

[Seite 832] hämmernd; ἱδρώς, Schweiß der Schmiede beim Hämmern, Opp. Hal. 2, 28; Lycophr. 525; τὰ ῥαιστήρια, = ῥαιστῆρες, die Hämmer, Opp. Hal. 5, 153.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιστήριος: -α, -ον, ὁ κατασυντρίβων, συνθλῶν· τὰ ῥαιστήρια, τὰ σφυρία, Ὀππ. Ἁλ. 5. 153, ῥαιστήριος ἱδρώς, ὁ τοῦ σφυρηλατοῦντος, αὐτόθι 2. 28. ΙΙ. καθόλου, φθαρτικός, ἀφανιστικός, καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ῥ. φάρμακα, ἀντίθετον τῷ ἐσθλά, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 803· μετὰ γεν., ῥ. θυμοῦ αὐτόθι 790· νηῶν Δ. 921.