ἐκτοξεύω: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(13_5)
(6_2)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0782.png Seite 782]] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκτοξεύω''': [[ῥίπτω]] πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., [[ῥίπτω]] ἔκ τινος μέρους βέλη, [[τοξεύω]], Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.
}}
}}

Revision as of 11:12, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτοξεύω Medium diacritics: ἐκτοξεύω Low diacritics: εκτοξεύω Capitals: ΕΚΤΟΞΕΥΩ
Transliteration A: ektoxeúō Transliteration B: ektoxeuō Transliteration C: ektokseyo Beta Code: e)ktoceu/w

English (LSJ)

   A shoot out, shoot away, τὰ βέλη ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, etc.; ἐ. γραφήν Hld.9.5: metaph., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i.e. has no resource left, E.Andr.365; νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.    2 metaph., reject, banish, ἀλήθειαν Ph.1.528:—Pass., ὑπερόριος ἐ. ib.252.    3 abs., shoot from a place, shoot arrows, X.An.7.8.14,Arr.An.1.1.11.    4 Pass., of the pulse, Gal.8.486.

German (Pape)

[Seite 782] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτοξεύω: ῥίπτω πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., ῥίπτω ἔκ τινος μέρους βέλη, τοξεύω, Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.