ἀναπίνω: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] (s. [[πίνω]]), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0202.png Seite 202]] (s. [[πίνω]]), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναπίνω''': [ῑ], [[πίνω]], ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ [[σπόγγος]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται [[ὅπως]] ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ [[πάλιν]] ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῑ],
A drink up, suck in like a sponge, Hp.VM22; absorb again, of suppurations which do not come to a head, Id.Art.40; of extravasated blood, ib.50, cf. Gal.7.694.
German (Pape)
[Seite 202] (s. πίνω), zurück-, aufschlürfen, einsaugen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπίνω: [ῑ], πίνω, ῥοφῶ, ἀναρροφῶ, ὡς ὁ σπόγγος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18: - ἐκ νέου ἀπορροφῶ, Λατ. resorbere, ἐπὶ πυώσεως (ὄμπυασμα), ἥτις δὲν συμπυκνοῦται ὅπως ἀποτελέσῃ κεφαλήν, ἀλλὰ πάλιν ἀναπίνεται ὑπὸ τοῦ σώματος, ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 805, πρβλ. 817.