ἔνδηλος: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(13_4) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ [[λέγω]] Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ [[λέγω]] Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔνδηλος''': -ον, = δῆλος, [[φανερός]], [[κατάδηλος]], ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Σοφ. Ἀντ. 405· ἔνδ. ποιεῖν τι Θουκ. 4. 132. 2) ἐπὶ προσώπων, [[φανερός]], [[γνωστός]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 1277, Θουκ. 4. 41, 6. 36, κτλ.· τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 4· [[μετὰ]] μετοχ., ἔνδηλοι [[ἔστε]]... βαρυνόμενοι Θουκ. 2. 64, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 88Ε, Θεαίτ. 174D, Δημ. 578. 15. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδήλως, συγκρ. ἐνδηλότατα, Θουκ. 1. 139. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A visible, manifest, clear, ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν S.Ant. 405; ἔ. τι ποιεῖν Th.4.132. 2 manifest, discovered, known, mostly of persons, Ar.Eq.1277, Th.6.36; τινί Id.4.41: with a part., ἔνδηλοι ἔστε . . βαρυνόμενοι Id.2.64, cf. Pl.Phd.88e, Tht.174d, D.21.198; of things, τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Arist.de An.422b34. II Adv. -λως: Sup. -ότατα, προλέγειν Th.1.139.
German (Pape)
[Seite 833] verstärktes simplex, offenbar, deutlich ἆρ' ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγω Soph. Ant. 401; At Equ. 1277; – c. partic., ἔνδηλός τι ἐγένετο ἀχθόμενος Plat. Phaed. 88 e, wie Theaet. 274, u. Folgende; – ἐνδηλότατα προὔλεγον Thuc. 1139.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδηλος: -ον, = δῆλος, φανερός, κατάδηλος, ἔνδηλα καὶ σαφῆ λέγειν Σοφ. Ἀντ. 405· ἔνδ. ποιεῖν τι Θουκ. 4. 132. 2) ἐπὶ προσώπων, φανερός, γνωστός, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1277, Θουκ. 4. 41, 6. 36, κτλ.· τί τὸ ὑποκείμενον, οὐκ ἔστιν ἔνδηλον Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 4· μετὰ μετοχ., ἔνδηλοι ἔστε... βαρυνόμενοι Θουκ. 2. 64, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 88Ε, Θεαίτ. 174D, Δημ. 578. 15. ΙΙ. Ἐπίρρ. ἐνδήλως, συγκρ. ἐνδηλότατα, Θουκ. 1. 139.