εὔπλοος: Difference between revisions
From LSJ
τράγος γένειον ἆρα πενθήσεις σύ γε → you, goat, will mourn your vanished beard | you will mourn your beard like the goat in the proverb
(13_1) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, [[πλόος]] Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1089.png Seite 1089]] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, [[πλόος]] Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, ([[πλέω]]) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. [[πλόος]], = [[εὔπλοια]], Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, [[εἴθε]] νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ [[ἀναγνωστέον]] [[εὔπλοος]]), Θεόκρ. 7. 62. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. εὔπλους, ουν, (πλέω)
A good for sailing, fair, εὔ. πλόος, = εὔπλοια, Erinn.1. II of a person, having a fair voyage, εὔπλοος ὅρμον ἵκοιτο Theoc.7.62 (-πλοον codd.), cf. BGU665 ii 7 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1089] zsgzgn, -πλους, glücklich schiffend, πλόος Corinna Ath. VII, 283 c; εὔπλουν ὅρμον ἵκοιτο Theocr. 7, 62.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν, (πλέω) καλὸς διὰ πλοῦν, εὔπ. πλόος, = εὔπλοια, Ἤριννα 2· ὤρια πάντα γένοιτο, καὶ εὔπλοον ὅρμον ἵκοιτο, εἴθε νὰ γίνωσιν αὐτῷ πάντα εὐδιεινὰ καὶ νὰ φθάσῃ εἰς φιλικὸν λιμένα (εἰ μὴ ἀναγνωστέον εὔπλοος), Θεόκρ. 7. 62.