ἀνείργω: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] ep. u. ion. [[ἀνέργω]], zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] ep. u. ion. [[ἀνέργω]], zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀνείργω''': [[ἀναστέλλω]], [[ἀναχαιτίζω]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον [[ὀπίσσω]]. Ρ. 752· [[οὕτως]], ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ [[γραμμή]], - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.
}}
}}

Revision as of 10:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείργω Medium diacritics: ἀνείργω Low diacritics: ανείργω Capitals: ΑΝΕΙΡΓΩ
Transliteration A: aneírgō Transliteration B: aneirgō Transliteration C: aneirgo Beta Code: a)nei/rgw

English (LSJ)

   A keep back, restrain, used by Hom. always in Ep. impf., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Il.3.77; μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω 17.752; so ἀ. τὸν θυμόν Pl.Lg.731d; τοὺς στρατιώτας X.HG7.1.31; ταῖς τιμωρίαις τοὺς ἁμαρτάνοντας D.H.Is.8; τινὰς ἀπὸ πράξεως Porph.Abst.1.7: c. acc. et inf., ἀ. μὴ διασκίσνασθαι τὴν ἀγέλην Luc.D Deor.20.5:—f.l. in X.Cyr.5.4.45 (leg. ἀνειρμένοις).    II force back, D.H.3.32.

German (Pape)

[Seite 220] ep. u. ion. ἀνέργω, zurückdrängen, abwehren, Hom., ἀνέεργον φάλαγγας, μάχην, Il. 3, 77. 7. 55. 17, 752; τοὺς ὁρμῶντας Din. 2, 23; τὸν θυμὸν πραΰνειν Plat. Legg. V, 731 d; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείργω: ἀναστέλλω, ἀναχαιτίζω, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ Ἐπικ. παρατ., Τρώων ἀνέεργε φάλαγγας Ἰλ. Γ. 77· μάχην ἀνέεργον ὀπίσσω. Ρ. 752· οὕτως, ἀν. τὸν θυμὸν Πλάτ. Νόμ. 731D· τοὺς στρατιώτας Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 31: μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ἀν. μὴ διασκίδνασθαι τὴν ἀγέλην, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20, 5: ― παρὰ Ξεν. Κύρ. 5. 4, 45, ἀνειργμένοις... τοῖς σκευοφόροις φαίνεται ὅτι σημαίνει: ἔχοντες τὰ σκευοφόρα ἐν μακρᾷ καὶ λεπτῇ γραμμή, - ἐκτὸς ἂν ἀναγνωσθῇ ἀνειρμένοις.