ὀρειάς: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(13_3) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[ὄρειος]], zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0371.png Seite 371]] άδος, ἡ, bes. fem. zu [[ὄρειος]], zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀρειάς''': -άδος, ἡ, ([[ὄρος]]) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ [[ὄρειος]], ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, [[πέτρα]] ὀρ., ὀρεινὴ [[πέτρα]], [[βράχος]] τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:34, 5 August 2017
English (LSJ)
άδος, ἡ, (ὄρος) pecul. fem. of ὄρειος,
A of or belonging to mountains, πέτρα ὀ. mountain crag, ib.219.5 (Antip.), cf. Arch.Pap.1.219 (Ptol.). II Oread, mountain-nymph, Bion 1.19, Nonn.D.6.259,19.331.
German (Pape)
[Seite 371] άδος, ἡ, bes. fem. zu ὄρειος, zum Berge gehörig, πέτρη, Antp. Sid. 27 (VI, 219). Gew. mit und ohne Νύμφαι, αἱ Ὀρειάδες, die Bergnymphen, Oreaden.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειάς: -άδος, ἡ, (ὄρος) ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ὄρειος, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὰ ὄρη, πέτρα ὀρ., ὀρεινὴ πέτρα, βράχος τοῦ βουνοῦ Ἀνθ. Π. 6. 219· ἔρημος ὀρ. Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 11. 54 ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., Νύμφη τῶν ὀρέων ἢ τοῦ ὄρους, Βίων 1. 19, Συλλ. Ἐπιγρ. 997.