ἐγκολπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0709.png Seite 709]] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = [[εἰσπλέω]] εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 [[περίοδος]] πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0709.png Seite 709]] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = [[εἰσπλέω]] εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 [[περίοδος]] πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.
}}
{{ls
|lstext='''ἐγκολπίζω''': μέλλ. -ίσω, [[σχηματίζω]] κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) [[εἰσέρχομαι]] εἰς τὸν κόλπον, καὶ [[παραπλέω]] αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, [[αὐτόθι]] 443. ΙΙ. Μέσ. [[μετὰ]] παθ. πρκμ. [[λαμβάνω]] τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· [[ἐναγκαλίζομαι]], Φίλων 1. 425· [[περίοδος]] πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, [[περίοδος]] περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκολπίζω Medium diacritics: ἐγκολπίζω Low diacritics: εγκολπίζω Capitals: ΕΓΚΟΛΠΙΖΩ
Transliteration A: enkolpízō Transliteration B: enkolpizō Transliteration C: egkolpizo Beta Code: e)gkolpi/zw

English (LSJ)

   A form a bay, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Str.5.4.5.    2 go into or follow the bay, Id.9.5.22.    3 inject into the vagina, Aët.1.126.    II Med., with pf. Pass., take in one's bosom, ὥσπερ ἑρπετὰ τοὺς ἀπορρήτους λόγους Plu.2.508d, cf. Plot. 1.4.6; embrace, θεὸς ἐγκεκόλπισται τὰ ὅλα Ph.1.425; περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη a period embracing many turns of expression, D.H.Dem.4 (vulg. ἐγκαλλωπιζομένη) ; [ἰχθῦς] ἐ. τῇ σαγήνῃ to catch fish in the belly of the net, Alciphr.1.18.    2 conceive, Porph.Gaur.5.4.    3 embrace in a bay, ἄκρα πολὺν-ομένη λιμένα Dion.Byz.53.

German (Pape)

[Seite 709] 1) einen Meerbusen bilden, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Strab. 5, 4, 5. Aber 9, 5 g. E. = εἰσπλέω εἶς κόλπον. – 2) Med., in seinen Busen nehmen, Plut. garrul. 12; umfassen, umschließen, Philo u. a. Sp.; ἰχθῦς τῇ σαγήνῃ, fangen, Alciphr. 1, 18. – Bei Dion. Hal. de admir. vi Dem. 4 περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, nach Conj. für ἐγκαλλωπιζομένη, von einem bauschigen, schlecht abgerundeten Satze.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίζω: μέλλ. -ίσω, σχηματίζω κόλπον, ἠϊὼν ἐγκολπίζουσα Στράβων 243. 2) εἰσέρχομαι εἰς τὸν κόλπον, καὶ παραπλέω αὐτὸν μὴ ἀπομακρυνόμενος τῆς ξηρᾶς, αὐτόθι 443. ΙΙ. Μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. λαμβάνω τινὰ εἰς τὸν κόλπον μου, Πλούτ. 2. 508D· ἐναγκαλίζομαι, Φίλων 1. 425· περίοδος πολλοὺς ἀγκῶνας ἐγκολπιζομένη, περίοδος περιλαμβάνουσα πολλὰς στροφὰς ἐκφράσεως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 4 (κοιν. ἐγκαλλωπιζομένη)· ἰχθύων οὓς ἐγκολπίζεται τῇ σαγήνῃ Ἀλκίφρων 1. 18.