περίπους: Difference between revisions
From LSJ
(c1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] = [[περιπόδιος]] 2, rings anschließend, anpassend, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0589.png Seite 589]] = [[περιπόδιος]] 2, rings anschließend, anpassend, VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περίπους''': οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ [[πόδα]]· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», [[προσέτι]] «περὶ [[πόδα]]· [[οὕτως]] ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:49, 5 August 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A fitting close, as a shoe to the foot, Hsch., Phot. (better divisim, περὶ ποδός and περὶ πόδα).
German (Pape)
[Seite 589] = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
περίπους: οδος, ὁ, ἡ, «περίποδος, (νῦν γράφεται διῃρημ. περὶ ποδός)· ἀντὶ τοῦ ἁρμόζον. καὶ περὶ πόδα· τὸ ἡρμοσμένον, ἀπὸ τῶν ὑποδημάτων», προσέτι «περὶ πόδα· οὕτως ἐκάλουν τὸ ἁρμόζον· μεταφέροντες ἀπὸ τῶν συμμέτρων τοῖς ποσὶν ὑποδημάτων. ἢ ἀκριβῶς» Ἡσύχ.