προβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] (s. [[βλώσκω]]), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; [[θύραζε]], 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0712.png Seite 712]] (s. [[βλώσκω]]), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; [[θύραζε]], 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.
}}
{{ls
|lstext='''προβλώσκω''': ἀόρ. ἀπαρ. [[προμολεῖν]]· ― [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], [[ἐξέρχομαι]] τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι [[θύραζε]] προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.
}}
}}

Revision as of 09:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλώσκω Medium diacritics: προβλώσκω Low diacritics: προβλώσκω Capitals: ΠΡΟΒΛΩΣΚΩ
Transliteration A: problṓskō Transliteration B: problōskō Transliteration C: provlosko Beta Code: problw/skw

English (LSJ)

aor. inf. προμολεῖν,

   A go or come forth, go out of the house, δμῳὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν Od.19.25; ὁ δὲ προμολών 4.22, cf.24.388, Il.21.37; μή τι θύραζε προβλώσκειν Od.21.239, cf.Opp.H. 2.252: c.gen., προβλώσκειν μεγάρων Orph.Fr.270.6.

German (Pape)

[Seite 712] (s. βλώσκω), hervorgehen, herausgehen; δμωὰς δ' οὐκ εἴας προβλωσκέμεν, Od. 19, 25; θύραζε, 21, 239. 385; προμολοῦσα, Il. 18, 382; πρόμολ' ὧδε, 392, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

προβλώσκω: ἀόρ. ἀπαρ. προμολεῖν· ― ὑπάγωἔρχομαι, παρουσιάζομαι, ἐξέρχομαι τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι θύραζε προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.