πολύστοιχος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(c1)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] = [[πολύστιχος]], ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0673.png Seite 673]] = [[πολύστιχος]], ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''πολύστοιχος''': -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστοιχος Medium diacritics: πολύστοιχος Low diacritics: πολύστοιχος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: polýstoichos Transliteration B: polystoichos Transliteration C: polystoichos Beta Code: polu/stoixos

English (LSJ)

ον,

   A in many rows, ὀδόντες Arist.HA505a29; κριθαί Thphr.HP8.4.2 (Comp.); π. γνάθοι jaws set with many rows of teeth, Lyc.414.

German (Pape)

[Seite 673] = πολύστιχος, ὀδόντες, Arist. H. A. 2, 13 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστοιχος: -ον, ὁ ἐν πολλοῖς στοίχοις, ὁ ἔχων πολλὰς σειράς, ὀδόντες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 11· πολυστοιχότεραι αἱ κριθαὶ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 4, 2· π. γνάθοι, ἔχουσαι πολλὰς σειρὰς ὀδόντων, Λυκόφρ. 414.