ὀδυνηρός: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(13_4) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerzhaft; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0295.png Seite 295]] schmerzhaft; [[ἕλκος]] ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; [[βίος]], Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα [[πάθη]] πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀδῠνηρός''': Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, [[ἀλγεινός]], [[ἕλκος]] Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα [[πάθη]] Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) [[πλήρης]] ὀδυνῶν, «βασανισμένος», [[γῆρας]] Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς [[βίος]] ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος [[βίοτος]] Ἀριστοφ. Πλ. 526· [[πλοῦτος]] Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. ὀδῠν-ᾱρός, ά, όν,
A painful, ἕλκος Pi.P.2.91, cf. Ar.Ach.231 ; -ότατα πάθη Pl.Grg.525c ; -ότατον τραῦμα Jul.Gal.160d. Adv. -ρῶς Arist.HA609b25 : Comp. -ότερον Plu.2.837a. 2 distressing, γῆρας Mimn.1.5 ; πᾶς . . ὀ. βίος ἀνθρώπων E. Hipp.189(anap.); -ότερος βίοτος Ar.Pl.526 ; ὀ. πλοῦτος E.Ph.566, cf. Phld.Lib p.15 O. ; ὀδυνηρόν ἐστιν c. inf., Men.655.
German (Pape)
[Seite 295] schmerzhaft; ἕλκος ὀδυναρόν, Pind. P. 2, 91; ὀδ. ὁ πλοῦτος γενήσεται Θήβαισι, Eur. Phoen. 569; βίος, Hipp. 189; ὀδυνηρότερος, Ar. Plut. 526; τὰ ὀδυνηρότατα πάθη πάσχειν, Plat. Gorg. 525 c; Sp. – Adv., Luc. Lex. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδῠνηρός: Δωρ. -ᾱρός, ά, όν, ἀλγεινός, ἕλκος Πινδ. Π. 2. 169, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 231· ὀδυνηρότατα πάθη Πλάτ. Γοργ. 525C· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23. 2) πλήρης ὀδυνῶν, «βασανισμένος», γῆρας Μίμνερμ. 1. 5· πᾶς... ὀδυνηρὸς βίος ἀνθρώπων Εὐρ. Ἱππ. 190· ὀδυνηρότερος βίοτος Ἀριστοφ. Πλ. 526· πλοῦτος Εὐρ. Φοίν. 556· ― ὀδυνηρόν ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 111.