σκινθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(13_5)
(37)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] = [[σκιμαλίζω]], nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 [[σκανθαρίζω]]; bei Hesych. scheint [[σκινδαρεύω]], σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt [[σκίνδαρος]] ἡ [[ἐπανάστασις]] νυκτὸς ἀφροδισίων [[ἕνεκα]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0899.png Seite 899]] = [[σκιμαλίζω]], nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 [[σκανθαρίζω]]; bei Hesych. scheint [[σκινδαρεύω]], σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt [[σκίνδαρος]] ἡ [[ἐπανάστασις]] νυκτὸς ἀφροδισίων [[ἕνεκα]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[σκανθαρίζω]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα [[παίω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σκινδαρίσαι]], [[σκινδακίσαι]])].
}}
}}

Revision as of 12:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκινθαρίζω Medium diacritics: σκινθαρίζω Low diacritics: σκινθαρίζω Capitals: ΣΚΙΝΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skintharízō Transliteration B: skintharizō Transliteration C: skintharizo Beta Code: skinqari/zw

English (LSJ)

σκινθίζομαι,

   A v. σκίνδαρος.

German (Pape)

[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαροςἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.

Greek Monolingual

και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].