σκινθαρίζω
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
σκινθίζομαι, v. σκίνδαρος.
German (Pape)
[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
Greek Monolingual
και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].
Frisk Etymological English
See also: s. σκινδαρος