προσερείδω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(13_5)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; [[πανταχόθεν]] προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0762.png Seite 762]] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; [[πανταχόθεν]] προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.
}}
{{ls
|lstext='''προσερείδω''': μέλλ. -σω, μετοχ. παθ. πρκμ. προσερηρεισμένος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838, Ἀριστ. Μηχαν. 18, 1. Ἐρείδω, [[στηρίζω]] τι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, κλίμακας τείχει Πολύβ. 4. 19, 3, πρβλ. 5. 60, 8, Πλουτ. Ἄρατ. 7· πρ. τινὰ ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Πολύβ. 13. 7, 10· ἡ [[φύσις]] τὸ [[ἰσχίον]] εἰς [[μέσον]] προσήρεισεν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 32· Ὠκεανῷ προσερεῖσαι Μακεδονίαν, καταστῆσαι αὐτὴν οὕτω μεγάλην [[ὥστε]] νὰ ἔχῃ ὅρια τὸν Ὠκεανόν, Πλούτ. 2. 322Α· τὸ [[βλέμμα]] πρ. τινὶ Ἡλιόδ. 1. 21. 2) ὠθῶ μεθ’ ὁρμῆς κατά τινος, τὰ δόρατα, τὰς λόγχας [[πρός]] τι Πολύβ. 15. 33, 4., 6. 25, 5· τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙ. ἀμετάβ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 2. 983Β· ― [[πιέζω]], στενοχωρῶ, πολιορκῶ, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Πολύβ. 1. 17, 8, πρβλ. 1. 11, 10.
}}
}}

Revision as of 11:33, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσερείδω Medium diacritics: προσερείδω Low diacritics: προσερείδω Capitals: ΠΡΟΣΕΡΕΙΔΩ
Transliteration A: prosereídō Transliteration B: prosereidō Transliteration C: prosereido Beta Code: proserei/dw

English (LSJ)

pf.

   A προσήρεικα Plb.1.11.10, προσερήρεικα Plu.Aem. 19: pf. part. Pass. προσερηρεισμένος Hp.Art.78, Arist.Mech.853a35: —plant or set firmly against, κλίμακας τείχει Plb.4.19.3, cf. 5.60.8, Plu.Arat.7; πηλὸν τοίχοις Id.2.983b; ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν fixed it firmly, Arist.PA695a11; Ὠκεανῷ π. Μακεδονίαν make it bounded by the O., Plu.2.332a; τὸ βλέμμα π. τινί Hld.1.21:—Pass., of a bandage, Gal.14.793.    2 thrust violently against, τὰς λόγχας πρός τι Plb.15.33.4; τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Plu.Aem. 19; τῷ τόπῳ ξύλον POxy.69.3 (ii A.D.); give additional force, Ascl. Tact.7.4.    II Med., lean upon, τοῖς γόνασι τὴν κεφαλήν J.AJ8.13.6.    III intr., fix itself, πρὸ τοῦ τὴν ἐπιδορατίδα πρός τι προσερεῖσαι Plb.6.25.5; press against, Ph.Bel.67.31; π. ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Plb.13.7.10; besiege, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ακράγαντα Id.1.17.8, cf. 1.11.10.

German (Pape)

[Seite 762] dagegen anstämmen, anlehnen, τινί τι, z. B. κλίμακας τείχει, Pol. 4, 19, 3, u. öfter; mit Gewalt, Heftigkeit wogegen stoßen, δόρατα, λόγχας u. dgl., 15, 33, 4. 6, 25, 5; auch intrans., παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς τὴν πόλιν προσήρεισαν, 1, 17, 8; πανταχόθεν προσηρεικότες, 1, 10, 11; προσερηρεικώς u. προσερηρεισμένος, Plut. Aem. Paul. 19 Philop. 12.

Greek (Liddell-Scott)

προσερείδω: μέλλ. -σω, μετοχ. παθ. πρκμ. προσερηρεισμένος Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838, Ἀριστ. Μηχαν. 18, 1. Ἐρείδω, στηρίζω τι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ τι ἐπάνω εἴς τι, κλίμακας τείχει Πολύβ. 4. 19, 3, πρβλ. 5. 60, 8, Πλουτ. Ἄρατ. 7· πρ. τινὰ ταῖς χερσὶ πρὸς τὰ νῶτά τινος Πολύβ. 13. 7, 10· ἡ φύσις τὸ ἰσχίον εἰς μέσον προσήρεισεν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 32· Ὠκεανῷ προσερεῖσαι Μακεδονίαν, καταστῆσαι αὐτὴν οὕτω μεγάλην ὥστε νὰ ἔχῃ ὅρια τὸν Ὠκεανόν, Πλούτ. 2. 322Α· τὸ βλέμμα πρ. τινὶ Ἡλιόδ. 1. 21. 2) ὠθῶ μεθ’ ὁρμῆς κατά τινος, τὰ δόρατα, τὰς λόγχας πρός τι Πολύβ. 15. 33, 4., 6. 25, 5· τὰς σαρίσσας τοῖς θυρεοῖς Πλουτ. Αἰμίλ. 19. ΙΙ. ἀμετάβ., στηρίζομαι, ἀκκουμβῶ πρός τι, ὁ αὐτ. 2. 983Β· ― πιέζω, στενοχωρῶ, πολιορκῶ, παντὶ τῷ στρατεύματι πρὸς Ἀκράγαντα Πολύβ. 1. 17, 8, πρβλ. 1. 11, 10.