σκέπασμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(13_1)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, = [[σκέπη]], [[σκέπας]], im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0892.png Seite 892]] τό, = [[σκέπη]], [[σκέπας]], im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..
}}
{{ls
|lstext='''σκέπασμα''': τό, ([[σκεπάζω]]) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]], τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ [[καθόλου]], Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· [[ὡσαύτως]], ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· [[οἰκία]] σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.
}}
}}

Revision as of 11:15, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπασμα Medium diacritics: σκέπασμα Low diacritics: σκέπασμα Capitals: ΣΚΕΠΑΣΜΑ
Transliteration A: sképasma Transliteration B: skepasma Transliteration C: skepasma Beta Code: ske/pasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt.279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.

German (Pape)

[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..

Greek (Liddell-Scott)

σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.