παράλειψις: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(13_2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.
}}
{{ls
|lstext='''παράλειψις''': ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν [[σχῆμα]], καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται [[οὕτως]], [[ὥστε]] ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «[[πότε]] [[παράλειψις]] καὶ [[ἀποσιώπησις]] γίνεται; [[ὅταν]] βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.
}}
}}

Revision as of 09:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράλειψις Medium diacritics: παράλειψις Low diacritics: παράλειψις Capitals: ΠΑΡΑΛΕΙΨΙΣ
Transliteration A: paráleipsis Transliteration B: paraleipsis Transliteration C: paraleipsis Beta Code: para/leiyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A neglect, disregard, τῶν καθηκόντων Plu.2.33a.    2 omission, κατὰ παράλειψιν τοῦ ῡ with the omission of... Ath.11.490f ; κατὰ π. τοῦ εὐκαίρως" Plu.2.1037e ; opp. παραδοχή, Hierocl.in CA 19p.461M.    3 a rhetorical figure, in which a fact is designedly passed over, so that attention may be specially called to it, Arist.Rh.Al.1434a25, 1438b6, Demetr.Eloc.263, FrontoEp.1.2, Hermog.Id.2.6 ; κατὰ παράλειψιν Id.Inv.2.5.

German (Pape)

[Seite 487] das Vorbeilassen, Unterlassen, τῶν καθηκόντων, Plut. de aud. poet. 11, u. a. Sp. – Bei den Rhett. die Figur der praeteritio.

Greek (Liddell-Scott)

παράλειψις: ἡ, τὸ παραλείπειν, Πλούτ. 2. 33Α, Ἀθήν. 490F· κατὰ παράλειψίν τινος Πλούτ. 2. 1037Ε. 2) ῥητορικὸν σχῆμα, καθ’ ὃ γεγονός τι ἐπίτηδες ἀποσιωπᾶται οὕτως, ὥστε ἰδιαιτέρα προσοχὴ νὰ δοθῇ εἰς αὐτό, Ἀριστ. Ρητορ. πρ. Ἀλέξ. 22. 2., 31, 8· ― «πότε παράλειψις καὶ ἀποσιώπησις γίνεται; ὅταν βοηθῶμεν τὴν ὑπόνοιαν μείζονα καταστῆσαι τοῦ πράγματος ἐν τῇ γνώμῃ τῶν ἀκουόντων» Ρήτορες (Walz) τ. 3, σ. 408., 8. 452, Auctor. ad Herenn. 4. 27.