καινοτομία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(13_4)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. [[καινοτομέω]]; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = [[καινότης]], Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. [[καινοτομέω]]; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = [[καινότης]], Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.
}}
{{ls
|lstext='''καινοτομία''': ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 45 (καὶ [[αὐτόθι]] Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. [[Πολυδ]]. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων [[ἕνεκα]] Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = [[καινότης]], ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.
}}
}}

Revision as of 09:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτομία Medium diacritics: καινοτομία Low diacritics: καινοτομία Capitals: ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: kainotomía Transliteration B: kainotomia Transliteration C: kainotomia Beta Code: kainotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A opening of new mines, Hyp. Eux.36 (pl.), IG22.1587.5 (prob.), Poll.3.87, 7.98 (pl.).    II mostly metaph., making anew, inventing, ὀνομάτων Pl.Lg.715d; innovation, κ. περὶ τοὺς λόγους Plu.Cic.2: in Music, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 xxii 5; μηδεμίαν κ. γίγνεσθαι Mitteis Chr.96 ii 19 (iv A. D.): pl., innovations in the state, Lat. res novae, Pl.Lg.950a; κ. τῆς πολιτείας Plb.13.1.2: in Law, interference with another's right or easement, Just.Nov.7.5.1: pl., ib.63 tit.    2 = καινότης, novelty, strangeness, ἡ κ. τοῦ συμβαίνοντος Plb.1.23.10: pl., Plu.Alex.72.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, dasselbe; im eigtl. Sinne μετάλλων, Poll. 3, 87, s. καινοτομέω; ὀνομάτων Plat. Legg. IV, 717 c; τῆς πολιτείας Pol. 13, 1, 2; auch = καινότης, Neuheit, καταπλαγέντες τὴν καινοτομίαν τοῦ συμβαίνοντος 1, 23, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτομία: ἡ, τὸ ὀρύττειν ἢ ἀνοίγειν νέα μεταλλεῖα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 45 (καὶ αὐτόθι Schneidew.), Συλλ. Ἐπιγρ. 162, πρβλ. Πολυδ. Γ΄, 87, Ζ΄, 98. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφ., νεωτερισμὸς ἔν τινι, οὔ τι καινοτομίαι ὀνομάτων ἕνεκα Πλάτ. Νόμ. 715C· καιν. περὶ τοὺς λόγους Πλουτ. Κικ. 2· νεωτερισμοὶ ἐν τῇ πολιτείᾳ, Λατ. res novae, Πλάτ. Νόμ. 949Ε· καιν. τῆς πολιτείας Πολύβ. 13. 1, 2. 2) = καινότης, ὁ αὐτ. 1. 23, 10· πληθ., Πλουτ. Ἀλέξ. 72.