ἐκκαρπόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0762.png Seite 762]] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκκαρπόομαι''': [[συνάγω]] τοὺς καρποὺς ἢ [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. [[ἀπολαύω]] τῶν καρπῶν τινος, [[μετὰ]] γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.
}}
}}

Revision as of 09:36, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκαρπόομαι Medium diacritics: ἐκκαρπόομαι Low diacritics: εκκαρπόομαι Capitals: ΕΚΚΑΡΠΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ekkarpóomai Transliteration B: ekkarpoomai Transliteration C: ekkarpoomai Beta Code: e)kkarpo/omai

English (LSJ)

Med.,

   A gather or enjoy the fruit of, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐ. to have children by another wife, E. Ion815; ἐ. φιλίαν D.C.37.56.    II enjoy the fruit of a thing, c. part., ἀμφοτέροις ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Th.5.28; ἐ. τινάς exhaust them, drain them dry, D.24.2.

German (Pape)

[Seite 762] med., 1) Früchte für sich wovon einsammeln, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος Eur. Ion 815; übertr., φιλίαν D. Cass. 37, 56. – 2) durch zu starke Benutzung erschöpfen, aussaugen; Thuc. 5, 28; Dem. vrbdt τῶν ὑμᾶς ἐκκεκαρπωμένων καὶ πολλὰ τῶν ὑμετέρων διηρπακότων, 24, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαρπόομαι: συνάγω τοὺς καρποὺς ἢ ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, ἄλλης γυναικὸς παῖδας ἐκκαρπούμενος, ποιητ. ἀντὶ ἐκτεκνούμενος, Εὐρ. Ἴων 815, πρβλ. καὶ 438· ἐκκ. φιλίαν Δίων Κ. 37. 56. ΙΙ. ἀπολαύω τῶν καρπῶν τινος, μετὰ γεν., ἔνσπονδοι ὄντες ἐκκαρπώσασθαι Θουκ. 5. 28· ἐκκ. τινα, ἐξαντλεῖν τινα, ἀποξηραίνειν, Δημ. 700. 19.