ὑπόδημα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(13_6a)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1215.png Seite 1215]] τό, das Daruntergebundene, die <b class="b2">Sohle</b>; Sandale, die den Fuß von unten bedeckt und festgebunden wird; ποσὶν δ' ὑποδήματα δοῦσα Od. 15, 368, wie ποσίν θ' ὑποδήματα δοίην 18, 361; Her. 6, 1; ἱματίων καὶ ὑποδημάτων Plat. Phaed. 64 d, u. öfter; Xen. Cyr. 8, 1, 41. – Aber [[ὑπόδημα]] κοιλόν ist der römische calceus, eine Art Halbstiefel oder Schuh, der den ganzen Fuß oben und unten bedeckt und angezogen wird; vgl. Poll. 5, 8. 7, 84. Spätere brauchen aber auch [[ὑπόδημα]] allein so.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1215.png Seite 1215]] τό, das Daruntergebundene, die <b class="b2">Sohle</b>; Sandale, die den Fuß von unten bedeckt und festgebunden wird; ποσὶν δ' ὑποδήματα δοῦσα Od. 15, 368, wie ποσίν θ' ὑποδήματα δοίην 18, 361; Her. 6, 1; ἱματίων καὶ ὑποδημάτων Plat. Phaed. 64 d, u. öfter; Xen. Cyr. 8, 1, 41. – Aber [[ὑπόδημα]] κοιλόν ist der römische calceus, eine Art Halbstiefel oder Schuh, der den ganzen Fuß oben und unten bedeckt und angezogen wird; vgl. Poll. 5, 8. 7, 84. Spätere brauchen aber auch [[ὑπόδημα]] allein so.
}}
{{ls
|lstext='''ὑπόδημα''': τό, ([[ὑποδέω]]) [[πέλμα]] ἐκ δέρματος δεδεμένον ὑπὸ τὸν [[πόδα]] δι’ ἱμάντων, [[σανδάλιον]], Λατιν. solea, ποσίν... ὑποδήματα δοῦσα (δηλ. δέουσα) Ὀδ. Ο. 369· ποσίν... ὑποδήματα δοίην (δηλ. δεοίην) Σ. 361, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 195, κ. ἀλλ., πρβλ. ῥάπτῳ ΙΙ· ποδὸς ὑπ’ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 128Α, κλπ.· ― ἐν ᾧ [[ὑπόδημα]] κοῖλον, τὸ παρὰ Ρωμαίοις calceus, ἦτο [[ὑπόδημα]] φθάνον [[μέχρι]] τῶν σφυρῶν καὶ περιλαμβάνον ὅλον τὸν [[πόδα]]· ἀλλὰ καὶ τὸ ἁπλοῦν [[ὑπόδημα]] φαίνεται ὅτι ἔκειτο [[ἐνίοτε]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 983, (καὶ τοὺς Ἑρμηνευτὰς ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2, 19, 10· εἰς ὑποδήματα [[γράφω]], [[γράφω]], [[λογαριάζω]], «περνῶ» ὡς πληρωθέντα δι’ ὑποδήμ., Λυσί. 905. 5· δεξιὸν εἰς ὑπ., ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ἑτοίμου νὰ πράξῃ τὰ πάντα, [[ἴσως]] ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Θηραμένη (ἴδε [[κόθορνος]] 3), Ἀριστοφ. παρὰ Σουΐδ., ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 1188. ΙΙ. [[πέταλον]], ἴδε [[ὑποδημάτιον]].
}}
}}

Revision as of 09:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδημα Medium diacritics: ὑπόδημα Low diacritics: υπόδημα Capitals: ΥΠΟΔΗΜΑ
Transliteration A: hypódēma Transliteration B: hypodēma Transliteration C: ypodima Beta Code: u(po/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, (ὑποδέω)

   A sole bound under the foot with straps, sandal, ποσὶν . . ὑποδήματα δοῦσα Od.15.369; ποσὶν . . ὑποδήματα δοίην 18.361, cf. Hdt.1.195, etc.; ποδὸς ὑ. Pl.Alc.1.128a, etc.; whereas ὑπόδημα κοῖλον is a shoe or half-boot, which covered the whole foot (v. κοῖλος 1.1); ὑπόδημα is sts. used alone in this sense, cf. Ar.Pl. 983 (and Sch. ad loc.), Arist.Rh.1392a32; εἰς ὑποδήματα γράφειν put down as paid for shoes, Lys.32.20 (Pass.); δεξιὸν εἰς ὑ., ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα, of one who is ready for anything, perh. alluding to Theramenes (v. κόθορνος 3), Ar.Fr.914 (perh. Ar.Byz., cf. Did. and Polem.Hist. (Fr.101 M.) ap. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.533 B.); similar words are ascribed to Pythag. by Iamb.Protr.21.ιά (where ὑπόδησις is used); τὸ ὑ. ἔρραψας μὲν σύ, ὑπεδήσατο δὲ Ἀρισταγόρης Hdt.6.1, cf. Lib.Ep.52; ὁ σπάρτος, ἐξ οὗ πλέκουσιν ὑποδήματα τοῖς ὑποζυγίοις Gal. 6.502.

German (Pape)

[Seite 1215] τό, das Daruntergebundene, die Sohle; Sandale, die den Fuß von unten bedeckt und festgebunden wird; ποσὶν δ' ὑποδήματα δοῦσα Od. 15, 368, wie ποσίν θ' ὑποδήματα δοίην 18, 361; Her. 6, 1; ἱματίων καὶ ὑποδημάτων Plat. Phaed. 64 d, u. öfter; Xen. Cyr. 8, 1, 41. – Aber ὑπόδημα κοιλόν ist der römische calceus, eine Art Halbstiefel oder Schuh, der den ganzen Fuß oben und unten bedeckt und angezogen wird; vgl. Poll. 5, 8. 7, 84. Spätere brauchen aber auch ὑπόδημα allein so.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδημα: τό, (ὑποδέω) πέλμα ἐκ δέρματος δεδεμένον ὑπὸ τὸν πόδα δι’ ἱμάντων, σανδάλιον, Λατιν. solea, ποσίν... ὑποδήματα δοῦσα (δηλ. δέουσα) Ὀδ. Ο. 369· ποσίν... ὑποδήματα δοίην (δηλ. δεοίην) Σ. 361, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 195, κ. ἀλλ., πρβλ. ῥάπτῳ ΙΙ· ποδὸς ὑπ’ Πλάτ. Ἀλκ. 1. 128Α, κλπ.· ― ἐν ᾧ ὑπόδημα κοῖλον, τὸ παρὰ Ρωμαίοις calceus, ἦτο ὑπόδημα φθάνον μέχρι τῶν σφυρῶν καὶ περιλαμβάνον ὅλον τὸν πόδα· ἀλλὰ καὶ τὸ ἁπλοῦν ὑπόδημα φαίνεται ὅτι ἔκειτο ἐνίοτε ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 983, (καὶ τοὺς Ἑρμηνευτὰς ἐν τόπῳ), πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2, 19, 10· εἰς ὑποδήματα γράφω, γράφω, λογαριάζω, «περνῶ» ὡς πληρωθέντα δι’ ὑποδήμ., Λυσί. 905. 5· δεξιὸν εἰς ὑπ., ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ἑτοίμου νὰ πράξῃ τὰ πάντα, ἴσως ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Θηραμένη (ἴδε κόθορνος 3), Ἀριστοφ. παρὰ Σουΐδ., ἴδε Bgk. ἐν Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σελ. 1188. ΙΙ. πέταλον, ἴδε ὑποδημάτιον.