φοινικογενής: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(c1)
(45)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1296.png Seite 1296]] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που γεννή.-θηκε στη [[Φοινίκη]] ή αυτός που κατάγεται από το [[γένος]] τών Φοινίκων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Φοῖνιξ]], -<i>οίνικος</i> «ο [[κάτοικος]] της Φοινίκης» <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]<br /><span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>Θηβαι</i>-<i>γενής</i>].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκογενής Medium diacritics: φοινικογενής Low diacritics: φοινικογενής Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: phoinikogenḗs Transliteration B: phoinikogenēs Transliteration C: foinikogenis Beta Code: foinikogenh/s

English (LSJ)

ές,

   A Phoenicianborn, E.Fr.472 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1296] ές, von phönicischem Geschlechte, Eur. frg. Cret. 2.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που γεννή.-θηκε στη Φοινίκη ή αυτός που κατάγεται από το γένος τών Φοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος «ο κάτοικος της Φοινίκης» + -γενής (< γένος
< γίγνομαι), πρβλ. Θηβαι-γενής].