θηρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual

Menander, Monostichoi, 439
(13_5)
(6_19)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ὁ, der Jäger; Her. 1, 123; Plat. Tim. 24 a. Bei Hom adj., mit ἄνδρες vrbdn Iliad. 12, 41 (wie Hes. sc. 303. 388), mit κύνες 11, 325, wie Xen. Ag. 9, 6. Uebertr., νέων καὶ πλο υσίων Plat. Soph. 231 d, mit μιμηταί vrbdn Rep. II, 373 b, die nach äußerem Scheine haschen; vgl. Ath. III, 122 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1209.png Seite 1209]] ὁ, der Jäger; Her. 1, 123; Plat. Tim. 24 a. Bei Hom adj., mit ἄνδρες vrbdn Iliad. 12, 41 (wie Hes. sc. 303. 388), mit κύνες 11, 325, wie Xen. Ag. 9, 6. Uebertr., νέων καὶ πλο υσίων Plat. Soph. 231 d, mit μιμηταί vrbdn Rep. II, 373 b, die nach äußerem Scheine haschen; vgl. Ath. III, 122 c.
}}
{{ls
|lstext='''θηρευτής''': -οῦ, ὁ, ([[θηρεύω]]) = [[θηρατής]], κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς [[πέρδιξ]], οὗ ἐγίνετο [[χρῆσις]] πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρευτής Medium diacritics: θηρευτής Low diacritics: θηρευτής Capitals: ΘΗΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: thēreutḗs Transliteration B: thēreutēs Transliteration C: thireftis Beta Code: qhreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hunter, used by Hom. (only in Il.) always as Adj., κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν hounds and huntsmen, Il.12.41; ἐν κυσὶ θηρευτῇσι 11.325; so θ. ἄνδρες Hes.Sc.303, 388; κύνες Thgn.1254, X.Ages.9.6: as Subst., Hdt.1.123, Satyr.Vit.Eur.Fr.39 XXi14; of a fisher, Hdt.2.70; θ. πέρδιξ a decoy partridge, Arist.HA614a10; θ. ἰξός birdlime, AP5.99.    2 metaph., θ. νέων καὶ πλουσίων Pl.Sph.231d, cf. Chor.p.67 B.; καλλίστων ὀνομάτων Ath.3.122c.

German (Pape)

[Seite 1209] ὁ, der Jäger; Her. 1, 123; Plat. Tim. 24 a. Bei Hom adj., mit ἄνδρες vrbdn Iliad. 12, 41 (wie Hes. sc. 303. 388), mit κύνες 11, 325, wie Xen. Ag. 9, 6. Uebertr., νέων καὶ πλο υσίων Plat. Soph. 231 d, mit μιμηταί vrbdn Rep. II, 373 b, die nach äußerem Scheine haschen; vgl. Ath. III, 122 c.

Greek (Liddell-Scott)

θηρευτής: -οῦ, ὁ, (θηρεύω) = θηρατής, κυνηγός, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. (μόνον ἐν Ἰλ.) ἀείποτε ὡς ἐπίθ., ἔν τε κύνεσσι καὶ ἀνδράσι θηρευτῇσιν Ἰλ. Μ. 41· ἐν κυσὶ θηρευτῇσι Λ. 325· οὕτω δὲ καὶ ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 303, 388, Θεόγν. 1254, Ξεν. Ἀγησ. 9, 6· ὡσαύτως ἐπὶ ἀλιέως, Ἡρόδ. 2. 70· θηρευτὴς πέρδιξ, οὗ ἐγίνετο χρῆσις πρὸς ἀποπλάνησιν ἄλλων, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 8, 8· θ. ἰξὸς Ἀνθ. Π. 5. 100. 2) μεταφ., θ. νέων καὶ πλουσίων Πλάτ. Σοφ. 231D· καλλίστων ὀνομάτων Ἀθήν. 122C.