εὐδιάζω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
(13_3)
(14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] = [[εὐδιάω]], K. S.; übertr., [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] = [[εὐδιάω]], K. S.; übertr., [[βίος]] ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.
}}
{{grml
|mltxt=και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ [[εὐδιάζω]]) [[ευδία]]<br />(για καιρό) [[γίνομαι]] [[αίθριος]], [[γαληνεύω]] («[[μόλις]] βδιάσει θα ξεκινήσουμε»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ευδιάζει</i><br />γίνεται [[γαλήνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] κάποιον γαλήνιο, ήσυχο<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[εὐδιάζομαι]]<br />[[είμαι]] [[γαλήνιος]], [[ηρεμώ]].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάζω Medium diacritics: εὐδιάζω Low diacritics: ευδιάζω Capitals: ΕΥΔΙΑΖΩ
Transliteration A: eudiázō Transliteration B: eudiazō Transliteration C: evdiazo Beta Code: eu)dia/zw

English (LSJ)

   A calm, still, χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax.370d.    II intr. in Act., to be calm, εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir.150.

German (Pape)

[Seite 1061] = εὐδιάω, K. S.; übertr., βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.

Greek Monolingual

και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) ευδία
(για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύωμόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε»)
μσν.- νεοελλ.
απρόσ. ευδιάζει
γίνεται γαλήνη
αρχ.
1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο
2. μέσ. εὐδιάζομαι
είμαι γαλήνιος, ηρεμώ.