μοναρχέω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(13_3) |
(6_23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. [[μουναρχέω]], Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]], Arist. pol. 1, 7. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. [[μουναρχέω]], Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]], Arist. pol. 1, 7. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· [[μετὰ]] γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:19, 5 August 2017
English (LSJ)
Ion. μουν-,
A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R.576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt.301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19. II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.
German (Pape)
[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχος ἢ ἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.