κνησμός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(13_4)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ὁ, das Jucken, der Kitzel, <b class="b2">Reiz</b>; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ [[ἀκαλήφη]] Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1460.png Seite 1460]] ὁ, das Jucken, der Kitzel, <b class="b2">Reiz</b>; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ [[ἀκαλήφη]] Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.
}}
{{ls
|lstext='''κνησμός''': ὁ, = [[κνῆσις]], «φαγοῦρα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3˙ προξενουμένη ὑπὸ τῆς ἀκαλήφης, κνίδης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α˙ ἐπὶ ἡδονικοῦ κνησμοῦ, [[γαργαλισμός]], Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 29, Προβλ. 4. 15, 1. 2) μεταφορ., [[ἐρεθισμός]], [[διέγερσις]], Πλούτ. 2. 61Α ([[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.)˙ ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 126Β, κτλ.
}}
}}

Revision as of 09:56, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνησμός Medium diacritics: κνησμός Low diacritics: κνησμός Capitals: ΚΝΗΣΜΟΣ
Transliteration A: knēsmós Transliteration B: knēsmos Transliteration C: knismos Beta Code: knhsmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κνῆσις, itching, Hp.VM 16, Arist.HA578b3; ἡ ἀκαλήφη κ. ποιεῖ Diph.Siph. ap. Ath.3.90a; scratching, Plu.2.126b (pl.); in a pleasurable sense, titillation, Arist. GA723b34, Pr.878b7.    2 metaph., irritation, Plu.2.61a.

German (Pape)

[Seite 1460] ὁ, das Jucken, der Kitzel, Reiz; Hippocr.; κνησμὸν ποιεῖ ἡ ἀκαλήφη Diphil. bei Ath. III, 90 a; Arist. H. A. 6, 28; κνησμοῦ περὶ τὴν χεῖρα συμβάντος S. Emp. adv. math. 7, 232.

Greek (Liddell-Scott)

κνησμός: ὁ, = κνῆσις, «φαγοῦρα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 28, 3˙ προξενουμένη ὑπὸ τῆς ἀκαλήφης, κνίδης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 90Α˙ ἐπὶ ἡδονικοῦ κνησμοῦ, γαργαλισμός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 18, 29, Προβλ. 4. 15, 1. 2) μεταφορ., ἐρεθισμός, διέγερσις, Πλούτ. 2. 61Α (ἔνθα ἴδε Wyttenb.)˙ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 126Β, κτλ.