λαθροδήκτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(c1) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von [[λάθαργος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0006.png Seite 6]] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von [[λάθαργος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαθροδήκτης]] και λαθροδάκτης, ὁ (Α)<br />αυτός που δαγκώνει ύπουλα, [[κρυφοδαγκανιάρης]] («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δήκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριο</i>-[[δήκτης]]. Ο τ. <i>λαθροδάκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]])].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάθαργος.
Greek Monolingual
(I)
λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριο-δήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].———————— (II)
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae.