βελουλκός: Difference between revisions
From LSJ
Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll
(c1) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] ([[ἕλκω]]), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0441.png Seite 441]] ([[ἕλκω]]), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βελουλκός''': -όν, ([[ἕλκω]]) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων [[βέλος]] ἐκ πληγῆς· [[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ῥῆμα]] βελουλκέω, [[ἕλκω]], [[ἐξάγω]] βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, [[μόνος]] του ἐκβάλλει τὸ [[βέλος]], δηλ. τὸ [[ἄγκιστρον]], Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A instrument for drawing out darts, ibid. II= δίκταμνος, Ps.-Dsc.3.32.
German (Pape)
[Seite 441] (ἕλκω), pfeilausziehend; τὸ β., ein Instrument dazu, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
βελουλκός: -όν, (ἕλκω) ὁ ἐκσύρων, ἀνασύρων βέλος ἐκ πληγῆς· ἐντεῦθεν τὸ ῥῆμα βελουλκέω, ἕλκω, ἐξάγω βέλη, αὐτὸς ἑαυτὸν βελουλκεῖ, μόνος του ἐκβάλλει τὸ βέλος, δηλ. τὸ ἄγκιστρον, Πλούτ. 2. 977Α· οὐσιαστ. βελουλκία, ἡ, ἡ ἐξαγωγὴ βελῶν, ἡ ἐξέλκυσις αὐτῶν, Εὐστ. 464. 41· ἐπίθ. βελουλκικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς βελουλκίαν, Παῦλ. Αἰγ. 6. 88.