ἐντεροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(c2) |
(6_19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐντεροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει [[ἐντόσθια]], ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται [[ἐντεροπώλης]]· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «[[ἀλλᾶς]] [[εἶδος]] ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 5 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A tripe-seller, AB379.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ, der mit Eingeweiden, mit Wurst handelt, VLL. Erkl. von ἀλλαντοπ.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ἔντερα ἢ ἐν γένει ἐντόσθια, ἐν τοῖς Α. Β. 379, 10, τὸ ἀλλαντοπώλης ἑρμηνεύεται ἐντεροπώλης· ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐντεροπράτης ᾰ, ου, ὁ, «ἀλλᾶς εἶδος ἐντέρου κατεσκευασμένου, καὶ ἀλλαντοπώλης ὁ ἐντεροπράτης» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 155.