ἄφοδος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(13_3)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ἡ, 1) das Weggehen, Abmarsch, Xen. An. 6, 2, 13; der Rückzug, die Rückkehr. Hell. 6, 5, 20. – 2) der Abtritt, Ar. Eccl. 1059; Luc. Hipp. 8; der Stuhlgang, Diosc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0413.png Seite 413]] ἡ, 1) das Weggehen, Abmarsch, Xen. An. 6, 2, 13; der Rückzug, die Rückkehr. Hell. 6, 5, 20. – 2) der Abtritt, Ar. Eccl. 1059; Luc. Hipp. 8; der Stuhlgang, Diosc.
}}
{{ls
|lstext='''ἄφοδος''': ἡ, τὸ ἀπέρχεσθαι, ἡ [[ἀναχώρησις]], Ἡρόδ. 5. 19., 9. 55, Ξεν. Ἀν. 6. 4. 13, κτλ.· [[ἀποδημία]] ἀπὸ τοῦ βίου, [[θάνατος]], Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 39. 2) [[ἐπάνοδος]], Ἡρόδ. 4. 97, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 20· [[ὑποχώρησις]], ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 21· [[μέρος]] ἀνοικτὸν πρὸς ὑποχώρησιν, ἄφοδον λείπειν τινὶ ὁ αὐτ. 4. 2, 11. ΙΙ. [[ἀπόπατος]], [[ἀναγκαῖον]], Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1059, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 5. 2) περίττωμα, [[κόπρος]], Ἱππ. 388. 51., 633. 14, Ἀριστ. Θαυμ. 1. 5: - [[καθόλου]], [[κένωσις]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12· - οὐσιαστ. ἀφοδία, ἡ (= [[ἀφόδευμα]]) Καισάρ. σ. 916, ἔκδ. Μί.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφοδος Medium diacritics: ἄφοδος Low diacritics: άφοδος Capitals: ΑΦΟΔΟΣ
Transliteration A: áphodos Transliteration B: aphodos Transliteration C: afodos Beta Code: a)/fodos

English (LSJ)

Ion. ἄποδος, (ὁ, v. infr. II),

   A going away, departure, Hdt. 5.19, 9.55, X.An.6.4.13, etc.; departure out of life, death, Hierocl. p.58A., Plot.4.3.25.    2 going or coming back, return, Hdt.4.97; retreat, X.HG6.5.20, An.5.2.21; ἄ. λείπειν τινί ib.4.2.11.    II privy, Hp.Fract.16, Ar.Ec.1059, Antiph.40.5.    2 excrement, Hp. Acut.30, al., Arist.Mir.830a22 (masc.), Dsc.2.80, Artem.2.26.    3 in pl., seminal ducts, Aret.CD2.5.

German (Pape)

[Seite 413] ἡ, 1) das Weggehen, Abmarsch, Xen. An. 6, 2, 13; der Rückzug, die Rückkehr. Hell. 6, 5, 20. – 2) der Abtritt, Ar. Eccl. 1059; Luc. Hipp. 8; der Stuhlgang, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφοδος: ἡ, τὸ ἀπέρχεσθαι, ἡ ἀναχώρησις, Ἡρόδ. 5. 19., 9. 55, Ξεν. Ἀν. 6. 4. 13, κτλ.· ἀποδημία ἀπὸ τοῦ βίου, θάνατος, Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 462. 39. 2) ἐπάνοδος, Ἡρόδ. 4. 97, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 20· ὑποχώρησις, ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 2, 21· μέρος ἀνοικτὸν πρὸς ὑποχώρησιν, ἄφοδον λείπειν τινὶ ὁ αὐτ. 4. 2, 11. ΙΙ. ἀπόπατος, ἀναγκαῖον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1059, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀρκάδι» 1. 5. 2) περίττωμα, κόπρος, Ἱππ. 388. 51., 633. 14, Ἀριστ. Θαυμ. 1. 5: - καθόλου, κένωσις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 3, 12· - οὐσιαστ. ἀφοδία, ἡ (= ἀφόδευμα) Καισάρ. σ. 916, ἔκδ. Μί.