ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(c1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπιστρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, [[ἐπιστροφάδην]], [[αὐτόθι]], 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:42, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. -κῶς ib.221:—also as gloss on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.
German (Pape)
[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.