ἀστός: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ὁ, Städter, Bürger, Mitbürger, bei Dichtern u. in Prosa; Hom. Iliad. 11, 242 Od. 13, 192; Ggstz [[ξένος]] Soph. El. 963 u. öfter, wie Plat. Apol. 30 a; Ggstz [[μέτοικος]] Rep. VIII, 563 a. Bei den Athenern, der in der Stadt selbst Geborene, von [[πολίτης]] im weitern Sinne unterschieden, Dem. 57, 43. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0376.png Seite 376]] ὁ, Städter, Bürger, Mitbürger, bei Dichtern u. in Prosa; Hom. Iliad. 11, 242 Od. 13, 192; Ggstz [[ξένος]] Soph. El. 963 u. öfter, wie Plat. Apol. 30 a; Ggstz [[μέτοικος]] Rep. VIII, 563 a. Bei den Athenern, der in der Stadt selbst Geborene, von [[πολίτης]] im weitern Sinne unterschieden, Dem. 57, 43. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀστός''': ὁ, (ἄστυ) [[κάτοικος]] τοῦ ἄστεως, [[πολίτης]], ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ [[πολίτης]], καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν [[εἶναι]] ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ [[πολίτης]] [[εἶναι]] ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ [[λαός]], ὁ κοινὸς [[λαός]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ξένος]], ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέτοικος]], Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. [[ἀστή]], ὃ ἴδε. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἄστυ)
A townsman, citizen, Il.11.242, Od.13.192, etc.; dist. from πολίτης, ἀστός being one who has civil rights only, πολίτης one who has political rights also, Arist.Pol.1278a34; ἀ. πικρὸς πολίταις E. Med.223; οἱ ἀ. the commons, opp. οἱ ἀγαθοί, Pi.P.3.71, cf. Isoc.3.21; opp. ξένος, Pi.O.7.90, Hdt.2.160, 3.8; esp. at Athens, Lys.6.17, Pl. Ap.30a, Isoc. l.c., cf. S.OT817, OC13, etc.; opp. μέτοικος, ξένος, Pl. R.563a; in Egypt, citizen of Alexandria (cf. ἄστυ 11.3), PGnom.38, al. —Fem. ἀστή, q. v., but Ἀστός fem. as epith. of Κόρη, IG12(5).225 (Paros, v B. C.). (ϝασστός and ϝαστός, IG9(1).333.14 (Locr., v B. C.), 9(2).1226 (Phalanna, v B.C.).)
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, Städter, Bürger, Mitbürger, bei Dichtern u. in Prosa; Hom. Iliad. 11, 242 Od. 13, 192; Ggstz ξένος Soph. El. 963 u. öfter, wie Plat. Apol. 30 a; Ggstz μέτοικος Rep. VIII, 563 a. Bei den Athenern, der in der Stadt selbst Geborene, von πολίτης im weitern Sinne unterschieden, Dem. 57, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστός: ὁ, (ἄστυ) κάτοικος τοῦ ἄστεως, πολίτης, ἀστοῖσιν ἀρήγων Ἰλ. Λ. 242· ἀστοί τε φίλοι τε Ὀδ. Ν. 192, κτλ.· ἀντιδιαστέλλεται δὲ τοῦ πολίτης, καθ’ ὅσον ἀστὸς μὲν εἶναι ὁ ἔχων ἀστικὰ δικαιώματα μόνον, ἐνῷ πολίτης εἶναι ὁ ἔχων καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 5, 8· ἀστὸς πικρὸς πολίταις Εὐρ. Μήδ. 223: - οἱ ἀστοί, ὁ λαός, ὁ κοινὸς λαός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἱ ἀγαθοί, Πινδ. Π. 3. 124· ἀστὸς ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ξένος, ὁ αὐτ. Ο. 7. 165, Ἡρόδ. 2. 160., 3. 8· ἰδίως ἐν Ἀθήναις, Λυσ. 104, 41, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 817, Ο. Κ. 13, κτλ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέτοικος, Πλάτ. Πολ. 563Α. - θηλ. ἀστή, ὃ ἴδε.