ἀποπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(13_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πήγνυμι]]), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, [[αἷμα]] ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0319.png Seite 319]] (s. [[πήγνυμι]]), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, [[αἷμα]] ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀποπήγνυμι''': μέλλ. -πήξω, [[κάμνω]] τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ [[αἷμα]] καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.
}}
}}

Revision as of 11:16, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπήγνῡμι Medium diacritics: ἀποπήγνυμι Low diacritics: αποπήγνυμι Capitals: ΑΠΟΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: apopḗgnymi Transliteration B: apopēgnymi Transliteration C: apopignymi Beta Code: a)poph/gnumi

English (LSJ)

   A make to freeze, freeze, τἀντικνήμια Ar.Ra.126:— Pass., of men, to be frozen, in fut. -πᾰγήσομαι X.Mem.4.3.8.    2 of blood, congeal, Hp.Morb.Sacr.9:—Pass., X.An.5.8.15.

German (Pape)

[Seite 319] (s. πήγνυμι), gefrieren lassen, Ar. Ran. 126; pass., gefrieren, erstarren, αἷμα ἀποπήγνυται Xen. An. 5, 8, 15; ἀποπαγησόμεθα ὑπὸ ψύχους Mem. 4, 3, 8; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπήγνυμι: μέλλ. -πήξω, κάμνω τι νὰ παγώσῃ, εὐθὺς γὰρ ἀποπήγνυσι τἀντικνήμια Ἀριστοφ. Βάτρ. 126. - Παθ., ἐπὶ ἀνθρώπων, παγώνω: μέλλ. -πᾰγήσομαι, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8· ἐπὶ τοῦ αἵματος ζῶντος ἀνθρώπου ὡς καὶ νῦν, τὸ δὲ καθῆσθαι καὶ ἡσυχίαν ἔχειν ἑώρων ὑπουργὸν ὂν τῷ τε ἀποπήγνυσθαι τὸ αἷμα καὶ τῷ ἀποσήπεσθαι τοὺς τῶν ποδῶν δακτύλους ὁ αὐτ. Ἀν. 5. 8, 15.