παρακέντησις: Difference between revisions
(c2) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] ἡ, das Durchstechen, bes. des Unterleibes bei Wassersüchtigen, auch das Staarstechen, sp. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0482.png Seite 482]] ἡ, das Durchstechen, bes. des Unterleibes bei Wassersüchtigen, auch das Staarstechen, sp. Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παρακέντησις''': ἡ, [[σημεῖον]] κατὰ τὸ περιθώριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8613c. 4. ΙΙ. [[διάτρησις]] δι’ ἐργαλείου χειρουργικοῦ ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ [[ἀφαίρεσις]] καταρράκτου ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Γαλην., Πλίν.· - παρακεντήριον, τό, [[ἐργαλεῖον]] χειρουργικὸν πρὸς παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ πρὸς ἀφαίρεσιν καταρράκτου ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην. 12, σ. 16 ([[ἔνθα]] κοινῶς -[[κέντριον]])· - παρακεντητής, οῦ, ὁ, ὁ ἐνεργῶν παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ ἀφαιρῶν καταρράκτην ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γλωσσ. παρακεντρίζει ὁ [[λόγος]] τινὰς τῶν ὑψηλοτέρων ἐννοιῶν, ἅπτεται αὐτῶν, παρὰ τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[κέντρον]] φερόμενος, Ν. Βασιλάκ. ἐν Annu. etc. VII, σελ. 154. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:29, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, Medic.,
A tapping for dropsy, etc., Gal.18(1).39, Orib.44.13.4. b couching for cataract, Gal.UP10.4 (pl.), Simp. in Cat.401.8.
German (Pape)
[Seite 482] ἡ, das Durchstechen, bes. des Unterleibes bei Wassersüchtigen, auch das Staarstechen, sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
παρακέντησις: ἡ, σημεῖον κατὰ τὸ περιθώριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 8613c. 4. ΙΙ. διάτρησις δι’ ἐργαλείου χειρουργικοῦ ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ ἀφαίρεσις καταρράκτου ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Γαλην., Πλίν.· - παρακεντήριον, τό, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ πρὸς ἀφαίρεσιν καταρράκτου ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γαλην. 12, σ. 16 (ἔνθα κοινῶς -κέντριον)· - παρακεντητής, οῦ, ὁ, ὁ ἐνεργῶν παρακέντησιν ἐν περιπτώσει ὕδρωπος ἢ ἀφαιρῶν καταρράκτην ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ, Γλωσσ. παρακεντρίζει ὁ λόγος τινὰς τῶν ὑψηλοτέρων ἐννοιῶν, ἅπτεται αὐτῶν, παρὰ τὸ ἑαυτοῦ κέντρον φερόμενος, Ν. Βασιλάκ. ἐν Annu. etc. VII, σελ. 154.