σαμβύκη: Difference between revisions
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
(13_5) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, 1) ein dreieckiges Saiteninstrument, das die höchsten Töne hatte, aber für unedel galt, weil es durch die übertriebene Schärfe derselben und durch die Kleinheit der Saiten die Kraft auflös'te; lat. sambuca; Arist. pol. 8, 6, 11; Ath. XIV, 633 f. – 2) ein Belagerungswerkzeug von ähnlicher Gestalt, vgl. Ath. a. a. O. u. [[σάμβυξ]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ἡ, 1) ein dreieckiges Saiteninstrument, das die höchsten Töne hatte, aber für unedel galt, weil es durch die übertriebene Schärfe derselben und durch die Kleinheit der Saiten die Kraft auflös'te; lat. sambuca; Arist. pol. 8, 6, 11; Ath. XIV, 633 f. – 2) ein Belagerungswerkzeug von ähnlicher Gestalt, vgl. Ath. a. a. O. u. [[σάμβυξ]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σαμβύκη''': ἡ, τριγωνικὸν μουσικὸν [[ὄργανον]] ἔχον τέσσαρας χορδάς, Λατιν. sambuca, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 13, Ἀθήν. 175D, 633F· ἦσαν δὲ οἱ τόνοι αὐτῆς τοσοῦτον ὀξεῖς [[ὥστε]] ὀλίγον ἦτο [[χρήσιμος]]· - ἦτο δὲ βαρβαρικῆς ἀρχῆς (Στράβ. 471, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.), ταὐτὸν τῷ παρὰ Συρίοις sabkâ, [[μετὰ]] παρεμβολῆς τοῦ μ, [[οἷον]] ἐν τῷ ambubaia (ἐκ τοῦ Συρικοῦ abûbo, [[αὐλός]])· πρβλ. [[κινύρα]], [[νάβλα]]. 2) = σαμβυκίστρια, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, Πολύβ. 5. 37, 10., 8. 8, 6, πρβλ. Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 197. ΙΙ. ὁμοία τὸ [[σχῆμα]] πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 8. 6, 2-11, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Ἀθήν. 634Α. - Πρβλ. [[σάμβυξ]]. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «[[σαμβύκη]]· οὐ μόνον τὸ μουσικὸν [[ὄργανον]], οὗ μέμνηται Ἰόβας· ἀλλὰ καὶ πολιορκητικόν, οὗ Βίτων». [Ἡ παραλήγουσα μακρὰ ἐν τῷ sambūca, Πέρσ. 5. 95]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A a triangular musical instrument with four strings, Arist.Pol.1341b1, Neanth.5 J., Juba 73; of barbaric origin, Str.10.3.17. (Aramaic sabbekhā (perh. not Semitic), with m inserted, as in Ἀμβακούμ = Habakkuk. etc.). 2 = σαμβυκίστρια, Plb.5.37.10; with pun on signf. 11, Id.8.6.6. II an engine of like form used in sieges, Id.8.4.8, al., Bito 57.1, Plu.Marc.15, Ath.Mech.27.7, App.Mith.26.—Cf. σάμβυξ. [Penult. long in sambūca, Pers.5.95.]
German (Pape)
[Seite 860] ἡ, 1) ein dreieckiges Saiteninstrument, das die höchsten Töne hatte, aber für unedel galt, weil es durch die übertriebene Schärfe derselben und durch die Kleinheit der Saiten die Kraft auflös'te; lat. sambuca; Arist. pol. 8, 6, 11; Ath. XIV, 633 f. – 2) ein Belagerungswerkzeug von ähnlicher Gestalt, vgl. Ath. a. a. O. u. σάμβυξ.
Greek (Liddell-Scott)
σαμβύκη: ἡ, τριγωνικὸν μουσικὸν ὄργανον ἔχον τέσσαρας χορδάς, Λατιν. sambuca, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 13, Ἀθήν. 175D, 633F· ἦσαν δὲ οἱ τόνοι αὐτῆς τοσοῦτον ὀξεῖς ὥστε ὀλίγον ἦτο χρήσιμος· - ἦτο δὲ βαρβαρικῆς ἀρχῆς (Στράβ. 471, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.), ταὐτὸν τῷ παρὰ Συρίοις sabkâ, μετὰ παρεμβολῆς τοῦ μ, οἷον ἐν τῷ ambubaia (ἐκ τοῦ Συρικοῦ abûbo, αὐλός)· πρβλ. κινύρα, νάβλα. 2) = σαμβυκίστρια, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ, Πολύβ. 5. 37, 10., 8. 8, 6, πρβλ. Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμικ. 4. 197. ΙΙ. ὁμοία τὸ σχῆμα πολεμικὴ μηχανὴ ἐν χρήσει ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 8. 6, 2-11, Πλουτ. Μάρκελλ. 15, Ἀθήν. 634Α. - Πρβλ. σάμβυξ. - Κάθ’ Ἡσύχ.: «σαμβύκη· οὐ μόνον τὸ μουσικὸν ὄργανον, οὗ μέμνηται Ἰόβας· ἀλλὰ καὶ πολιορκητικόν, οὗ Βίτων». [Ἡ παραλήγουσα μακρὰ ἐν τῷ sambūca, Πέρσ. 5. 95].