ὑλιστήρ: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(c2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = [[τρύγοιπος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = [[τρύγοιπος]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑλιστήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ὑλίζω]]) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - [[Κατὰ]] τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «[[ὑλιστήρ]]: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι». | |||
}} | }} |
Revision as of 11:18, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ῆρος, ὁ, (ὑλίζω)
A filter, colander, Dsc.2.101, Ath.Med. ap.Orib.5.5.1, PLond.2.191.15 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1177] ῆρος, ὁ, der Durchseiher, das Gefäß oder Tuch zum Durchseihen, Poll. 6, 19, = τρύγοιπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλιστήρ: ῆρος, ὁ, (ὑλίζω) διυλιστήριον, «στραγιστῆρι», Διοσκ. 2. 123, Ὀρειβάσ. σ. 54 ἔκδ. Matth. - Κατὰ τὸν Φρύνιχ. (σ. 303 Lob.): «ὑλιστήρ: τρύγοιπον τοῦτο καλοῦσιν οἱ δοκίμως διαλεγόμενοι».