ἀνήδυντος: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; [[γυνή]] Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0228.png Seite 228]] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; [[γυνή]] Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνήδυντος''': -ον, ὁ μὴ ἡδυσμένος, μὴ ἠρτυμένος, μὴ καρυκευθείς, Λατ. inconditus, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 25, πιθαν. 20. 23, Ἀθήν. 564Α, κτλ. 2) μεταφ., [[δυσάρεστος]], [[ἀηδής]], [[ἀπεχθής]], [[γυνή]], φωνὴ Πλούτ. 2. 142Β, 405D: - [[ἦθος]] ἀν., πρὸς [[χάριν]], [[αὐτόθι]] 799D. - Ἐπίρρ., ἀνηδύντως Μ. Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τόμ. Ε΄, σ. 401 | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not sweetened or seasoned, Hp.Int.21, al., Arist.Pr. 925b18, etc. 2 metaph., Id.Pol.1340b16; ἀ. βραχυλογία Plu.Phoc. 5; ὕμνος Them.Or.18.218b; so, unpleasant, Hegesand.26; γυνή, φωνή, Plu.2.142b, 405d; ἦθος ἀ. πρὸς χάριν ib.799d.
German (Pape)
[Seite 228] ungewürzt, unangenehm, ἅλες, dem ἡδυσμένοι entgegengesetzt, Ath. IX, 366 b; γυνή Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήδυντος: -ον, ὁ μὴ ἡδυσμένος, μὴ ἠρτυμένος, μὴ καρυκευθείς, Λατ. inconditus, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 25, πιθαν. 20. 23, Ἀθήν. 564Α, κτλ. 2) μεταφ., δυσάρεστος, ἀηδής, ἀπεχθής, γυνή, φωνὴ Πλούτ. 2. 142Β, 405D: - ἦθος ἀν., πρὸς χάριν, αὐτόθι 799D. - Ἐπίρρ., ἀνηδύντως Μ. Ψελλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθ. τόμ. Ε΄, σ. 401