φωτεινός: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(13_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] licht, leuchtend, hell, [[ἥλιος]], Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von [[σκοτεινός]], deutlich, Sp., wie Plut.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] licht, leuchtend, hell, [[ἥλιος]], Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von [[σκοτεινός]], deutlich, Sp., wie Plut.
}}
{{ls
|lstext='''φωτεινός''': -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, [[πλήρης]] φωτός, [[ἥλιος]] Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] [[αὐτόθι]] 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., [[διαυγής]], [[καθαρός]], [[πλήρης]] φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[σκοτεινός]]· [[λόγος]] Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
}}

Revision as of 09:17, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτεινός Medium diacritics: φωτεινός Low diacritics: φωτεινός Capitals: ΦΩΤΕΙΝΟΣ
Transliteration A: phōteinós Transliteration B: phōteinos Transliteration C: foteinos Beta Code: fwteino/s

English (LSJ)

ή, όν, (φῶς)

   A shining, bright, ἥλιος X.Mem.4.3.4; σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] ib.3.10.1, cf. LXXSi.17.31 (Comp.), Plu.2. 1110b, Hierocl. in CA26p.478M.; ἀήρ Ath.Med. ap. Orib.9.5.2; οἴκημα Sor.2.10, al.    II metaph., clear, distinct, λόγος Plu.2.9b (Comp., s.v.l.); also in moral sense, Hierocl. in CA3p.424M.; ὅταν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φ. ἐστιν Ev.Luc. 11.34, cf. 36.

German (Pape)

[Seite 1323] licht, leuchtend, hell, ἥλιος, Xen. Mem. 3, 10, 1. 4, 3,4; übertr., im Ggstz von σκοτεινός, deutlich, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φωτεινός: -ή, -όν, [φῶς] ὡς καὶ νῦν, ὁ λάμπων, ἰσχυρῶς φωτίζων, πλήρης φωτός, ἥλιος Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 4· σκοτεινὰ καὶ φ. [σώματα] αὐτόθι 3. 10, 1, πρβλ. Πλούτ. 2. 1110Β, κλπ. ΙΙ. μεταφορ., διαυγής, καθαρός, πλήρης φωτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ σκοτεινός· λόγος Πλούτ. 2. 9Β. ― Ὁ Πόρσων θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς μὴ Ἀττικὴν, καὶ προέτεινεν εἰς διόρθωσιν φανὸς ἐν Ξεν., ἴδε L. Dind. ἔνθ’ ἀνωτ.