παράληψις: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παράληψις''': ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ [[ἅλωσις]] πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) [[μετὰ]] θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) [[μάθησις]], [[διδασκαλία]], Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:27, 5 August 2017
English (LSJ)
later παραλήρ-λημψις, εως, ἡ,
A receiving from another, succession to, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Plb.2.3.1 ; τῆς βασιλείας OGI90.45 (Rosetta, ii B. C.), Phld.Piet.94, D.S.15.95 ; τῆς οὐσίας Ath.5.218c ; τῶν πόλεων D.C.36.18 ; opp. παράδοσις, SIG880.71 (Pizus, iii A. D.): Astrol., taking over, [τῆς χρονοκρατορίας] Vett. Val.168.18 (pl.): generally, receiving, τὴν παρὰ τῶν μελιττῶν τοῦ καρποῦ π. Porph.Abst.2.13. b receipt of dues, customs, etc., ἡ π. τῶν ἐκφορίων PAmh.2.35.15 (ii B. C.); ἐλαίου Sammelb.4425 vii7 (ii A. D.). c appropriation, filching, Plb.2.46.2. 2 μετὰ θείας π. with a calling in of, appeal to the gods, Arist. Rh.Al.1432a33. 3 tradition, doctrine, τεχνική τις π. Arr.Epict.2.11.2 ; ἑκάστου σχήματος π. Iamb.VP5.22. 4 use, employment, τῶν δεινοτάτων θυμάτων Porph.Abst.2.7 ; καθαρμῶν Hierocl. in CA26p.478M.; ἀμφορέων Porph.Antr.3 : Medic., application, ἀλειμμάτων Alex. Trall.1.15, cf. Archig. ap. Aët. 12.1. Cf. παράλαμψις.
German (Pape)
[Seite 487] ἡ, Uebernahme, Annahme; ἀρχῆς, Pol. 2, 3, 1; βασιλείας, D. Sic. 15, 95; das Einnehmen einer Stadt, Pol. 2, 46, 2 u. Sp. – Das Annehmen des Ueberlieferten, die Lehre, Arr. Epict. 2, 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράληψις: ἡ, τὸ παραλαμβάνειν ἐξ ἄλλου, διαδοχὴ εἴς τι, ἡ π. τῆς ἀρχῆς Πολύβ. 2. 3, 1· τῆς βασιλείας Διόδ. 15. 95· τῆς οὐσίας Ἀθήν. 218C. 2) ἡ ἅλωσις πόλεως, Πολύβ. 2. 46, 2. 3) μετὰ θείας παραλήψεως, μετ’ ἐπικλήσεως τῶν θεῶν, Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 18, 1. 4) μάθησις, διδασκαλία, Ἰάμβλιχ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 2. 7· τεχνική τις π. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 11, 2.