ἐμπειρικός: Difference between revisions
(13_4) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐμπειρικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, [[αἵρεσις]] ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον [[ἀναγκαῖον]] [[πρᾶγμα]] εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ [[γνῶσις]] καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:38, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A experienced, ἁλιεῖς Arist.HA532b20. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός Id.GA742a17, cf. Alex.243, etc. 2 οἱ ἐμπειρικοί the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ -κή their doctrine,= Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S. Adv. -κῶς empirically, ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.15.8.
German (Pape)
[Seite 811] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειρικός: -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, αἵρεσις ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ γνῶσις καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.