εὐκτικός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1064.png Seite 1064]] ή, όν, = [[εὐέκτης]], εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.
}}
{{ls
|lstext='''εὐκτικός''': -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ [[μέλη]] Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Διον. [[Θρᾷξ]] 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]], Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.
}}
}}

Revision as of 09:27, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτικός Medium diacritics: εὐκτικός Low diacritics: ευκτικός Capitals: ΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euktikós Transliteration B: euktikos Transliteration C: efktikos Beta Code: eu)ktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εὐκτός)

   A expressing a wish, in Gramm., ἐπίρρημα A.D.Synt.248.6, cf. Ph.1.541: -κή, ἡ (with or without ἔγκλισις), the optative mood, A.D.Synt.245.27, D.T.638.7, etc. Adv. -κῶς in the optative, Suid. s.v. ἀγαπῴην.    2 expressing a prayer or vow: -κόν, τό, utterance in the form of a prayer or wish, Stoic.2.61 (pl.); εὐ. ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.: so -κά, τά, Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B.; but, liturgy, Philostr. V A6.40, S.E.M.8.72. Adv. -κῶς in the form of a prayer, Theon Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1064] ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτικός: -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ μέλη Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Διον. Θρᾷξ 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.