θεμελιόω: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμελιόω''': βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· [[ἡγεμονία]] κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. [[ἀνατρέπω]] ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ. | |lstext='''θεμελιόω''': βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία [[καλῶς]] θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· [[ἡγεμονία]] κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. [[ἀνατρέπω]] ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />asseoir sur des fondements.<br />'''Étymologie:''' [[θεμέλιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:59, 9 August 2017
English (LSJ)
A to lay the foundation of, found firmly, πύργους . . φοίνιξι θεμελιώσας X.Cyr.7.5.11, cf. IG12(2).11.26 (Mytil.), LXXJo.6.25 (26), Ep.Hebr.1.10, etc.:—Pass., have the foundations laid, IG22.1343.15 (i B.C.); ἐπὶ τὴν πέτραν Ev.Matt.7.25: metaph., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα D.S.11.68; ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη Id.15.1; ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph.3.18; τῇ πίστει Ep.Col.1.23. II destroy utterly, in Pass., -ωθέντα (θεμειλωθ- cod.)· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1193] den Grund legen, gründen, N. T. LXX.; καλῶς θεμελιωθεῖσα βασιλεία D. Sic. 11, 68, vgl. 15, 1; τεθεμελίωτο ἐπὶ τὴν πέτραν Matth. 7, 25.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιόω: βάλλω τὰ θεμέλια, θεμελιώνω, πύργους… φοίνιξι θεμελιώσας Ξεν. Κύρ. 7. 5, 11, πρβλ. Ἐπιστ. π. Ἑβρ. 1. 10, κλ. - Παθ., τίθενται τὰ θεμέλιά μου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ζ΄, 25, Ἐπιγραφ. παρὰ τῷ Keil σ. 196· μεταφ., βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα Διόδ. 11. 68· ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη, ὁ αὐτ. 15. 1· ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. β΄, 18· τῇ πίστει Κολοσσ. α΄, 23. ΙΙ. ἀνατρέπω ἄρδην, «θεμελιωθέντα· ἐκ ῥιζῶν ἀρθέντα» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
asseoir sur des fondements.
Étymologie: θεμέλιος.