ἀκήριος: Difference between revisions
Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκήριος''': (Α), ον, [[ἀβλαβής]] ὑπὸ τῶν Κηρῶν, [[καθόλου]] [[ἀβλαβής]], Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, [[ἀβλαβής]], [[ῥάβδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· [[ἡμέρα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821. | |lstext='''ἀκήριος''': (Α), ον, [[ἀβλαβής]] ὑπὸ τῶν Κηρῶν, [[καθόλου]] [[ἀβλαβής]], Ὅμ. ([[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, [[ἀβλαβής]], [[ῥάβδος]], Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· [[ἡμέρα]], Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />non atteint par le génie de la mort, qui demeure sauf.<br />'''Étymologie:''' ἀ, κήρ.<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br /><b>1</b> privé de vie;<br /><b>2</b> sans courage, lâche.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κῆρ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ον,
A unharmed by the Κῆρες; generally, unharmed, Od. 12.98, 23.328, h.Merc.530, Nic.Th.190, Call.Ap.41, A.R.3.466; ψυχαὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, free from power of the Fates, Ps.-Phoc.99. II having no κῆρ, i.e. with no fortune attached to them, ἡμέραι Hes.Op. 823. III harmless, πάμπαν δ' ἄμωμος οὔτις οὐδ' ἀ. Semon.4, cf. Nic.Th.771.
ἀκήριος (B), ον, (κῆρ)
A without heart, i.e., I lifeless, Hom. (not in Od.), ἀκήριον αἶψα τίθησι Il.11.392. cf. 21.466. II heartless, spiritless, σέ που δέος ἴσχει ἀκήριον ib.5.812, cf. 13.224; ἥμενοι αὖθι ἕκαστοι ἀκήριοι 7.100; ἀκήριον ἠύτ' ὄνειρον A.R.2.197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήριος: (Α), ον, ἀβλαβής ὑπὸ τῶν Κηρῶν, καθόλου ἀβλαβής, Ὅμ. (οὐδαμοῦ ἐν Ἰλιάδι), Ὀδ. Μ. 98., Ψ. 328· ψυχραὶ ἀκήριοι, = ἀθάνατοι, ἀπηλλαγμέναι τῶν Κηρῶν, μὴ ὑποκείμεναι αὐταῖς, Ψευδο-Φωκυλ. 99. ΙΙ. ἐνεργ, ὁ μὴ βλάπτων, ἀβλαβής, ῥάβδος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 530· ἡμέρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 821.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
non atteint par le génie de la mort, qui demeure sauf.
Étymologie: ἀ, κήρ.
2ος, ον :
1 privé de vie;
2 sans courage, lâche.
Étymologie: ἀ, κῆρ.