οὐρανόπολις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities
(6_8) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐρᾰνόπολις''': -εως, ἡ, ἡ οὐρανία [[πόλις]], ἐπὶ τῆς Ρώμης, Ἀθήν. 20C· ἐπὶ τῆς [[Ἱερουσαλήμ]], Κλήμ. Ἀλ. 242· ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, Κ. Μανασσ. Χρον. 5493. | |lstext='''οὐρᾰνόπολις''': -εως, ἡ, ἡ οὐρανία [[πόλις]], ἐπὶ τῆς Ρώμης, Ἀθήν. 20C· ἐπὶ τῆς [[Ἱερουσαλήμ]], Κλήμ. Ἀλ. 242· ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, Κ. Μανασσ. Χρον. 5493. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐρανόπολις]], ἡ (ΑΜ)<br />(ως [[προσωνυμία]] της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης) θεϊκή [[πόλη]], εξαίσια [[πόλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ουρανο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πόλις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A celestial city, of Rome, Ath.1.20c.
German (Pape)
[Seite 417] ἡ, Himmelsstadt, himmlische, göttliche Stadt, Ath. I, 20 c, von Rom.
Greek (Liddell-Scott)
οὐρᾰνόπολις: -εως, ἡ, ἡ οὐρανία πόλις, ἐπὶ τῆς Ρώμης, Ἀθήν. 20C· ἐπὶ τῆς Ἱερουσαλήμ, Κλήμ. Ἀλ. 242· ἐπὶ τοῦ Βυζαντίου, Κ. Μανασσ. Χρον. 5493.
Greek Monolingual
οὐρανόπολις, ἡ (ΑΜ)
(ως προσωνυμία της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και της Κωνσταντινούπολης) θεϊκή πόλη, εξαίσια πόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + πόλις.