θεούδεια: Difference between revisions
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεούδεια''': ἡ, ὁ [[φόβος]] τοῦ θεοῦ, [[εὐσέβεια]], [[ἁγιωσύνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 586˙ ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Π. 1. 96, Νόνν. Ἰω. 3. 107. | |lstext='''θεούδεια''': ἡ, ὁ [[φόβος]] τοῦ θεοῦ, [[εὐσέβεια]], [[ἁγιωσύνη]], Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 586˙ ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Π. 1. 96, Νόνν. Ἰω. 3. 107. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεούδεια]] και θεουδείη, ἠ (Α) [[θεουδής]]<br />ο [[φόβος]] του θεού, η [[ευσέβεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fear of God, θεουδείῃ τ' ἐκέκαστο A.R.3.586; cf. sq.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Gottesfürchtigkeit, Frömmigkeit; Ap. Rh. 3, 586; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
θεούδεια: ἡ, ὁ φόβος τοῦ θεοῦ, εὐσέβεια, ἁγιωσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 586˙ ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Π. 1. 96, Νόνν. Ἰω. 3. 107.
Greek Monolingual
θεούδεια και θεουδείη, ἠ (Α) θεουδής
ο φόβος του θεού, η ευσέβεια.