κρυμοπαγής: Difference between revisions
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
(6_8) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῡμοπᾰγής''': -ές, πηγνύων διὰ τοῦ [[ἑαυτοῦ]] ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2. | |lstext='''κρῡμοπᾰγής''': -ές, πηγνύων διὰ τοῦ [[ἑαυτοῦ]] ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κρυμοπαγής]], -ές (Α)<br />αυτός που παγώνει με το δικό του [[ψύχος]] («[[κρυμοπαγής]] Βορέης», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρυμός]] <span style="color: red;">+</span> <i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. του [[πήγνυμι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυιο</i>-<i>παγής</i>, <i>δροσο</i>-<i>παγής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A frost-congealing, Βορέης Orph.H.80.2.
German (Pape)
[Seite 1515] ές, durch Eiskälte, Frost erstarren od. gefrieren machend; Boreas, Orph. H. 79, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κρῡμοπᾰγής: -ές, πηγνύων διὰ τοῦ ἑαυτοῦ ψύχους, Βορέης Ὀρφ. Ὕμν. 79. 2.
Greek Monolingual
κρυμοπαγής, -ές (Α)
αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, παθ. αόρ. του πήγνυμι), πρβλ. γυιο-παγής, δροσο-παγής].