μιγής: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_7) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῐγής''': -ές, = [[μικτός]], Νικ. Ἀποσπ. 1. 4. | |lstext='''μῐγής''': -ές, = [[μικτός]], Νικ. Ἀποσπ. 1. 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μιγής]], -ές (Α)<br />[[μικτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγ</i>- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]]. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -[[μιγής]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[μιγής]], <i>συμ</i>-[[μιγής]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = μικτός, Nic.Fr.68.4.
German (Pape)
[Seite 182] ές, gemischt, Nic. bei Ath. III, 126 b, wenn nicht μιγῆ adverbial = μίγδην zu nehmen ist.
Greek (Liddell-Scott)
μῐγής: -ές, = μικτός, Νικ. Ἀποσπ. 1. 4.
Greek Monolingual
μιγής, -ές (Α)
μικτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιγ- του μίγνυμι / μείγνυμι. Το επίθ. σχηματίστηκε κατ' αποκοπήν του β' συνθετικού από σύνθ. σε -μιγής (πρβλ. α-μιγής, συμ-μιγής)].