ἀνακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακομῐδή''': ἡ, ἡ [[ἀνάκτησις]]· ἡ τῶν πλοίων ἀν. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 13. 2) [[ἀνάρρωσις]], ἐκ νόσου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 171. 3) [[ἀπονόστησις]], [[ἐπάνοδος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12. 9. 4) ἀπόσπασις, ἐξέλκυσις, «πρὸς τὸ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν τὸ [[τραῦμα]]», Διόδ. 5. 30. 5) ἀνακομιδὴ λειψάνων, Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν.
|lstext='''ἀνακομῐδή''': ἡ, ἡ [[ἀνάκτησις]]· ἡ τῶν πλοίων ἀν. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 13. 2) [[ἀνάρρωσις]], ἐκ νόσου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 171. 3) [[ἀπονόστησις]], [[ἐπάνοδος]], Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12. 9. 4) ἀπόσπασις, ἐξέλκυσις, «πρὸς τὸ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν τὸ [[τραῦμα]]», Διόδ. 5. 30. 5) ἀνακομιδὴ λειψάνων, Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />action de recouvrer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνακομίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:41, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακομιδή Medium diacritics: ἀνακομιδή Low diacritics: ανακομιδή Capitals: ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: anakomidḗ Transliteration B: anakomidē Transliteration C: anakomidi Beta Code: a)nakomidh/

English (LSJ)

Dor. ἀγκομιδά IG4.742.17, ἡ:—

   A a carrying away again, recovery, ἡ τῶν πλοίων ἀ. Decr. ap. D.18.75.    2 recovery, ἐκ τῶν νούσων Hp.VM21.    3 return, Arist.HA597b9, SIG615.14 (Delph., ii B. C.), Onos.11.3.    4 bringing up, τῶν ἐπιτηδείων Str.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 193] ἡ, das Wiedererlangen, νεῶν Dem. 18, 75, in einem Psephisma; Rückkehr, Plut.; Dion. H. 1, 53; ἀνακομιδὴν ποιεῖσθαι, zurückkehren, Pol. 5, 22, 5. – Einkünfte, Arist. H. A. 8, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακομῐδή: ἡ, ἡ ἀνάκτησις· ἡ τῶν πλοίων ἀν. Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 250. 13. 2) ἀνάρρωσις, ἐκ νόσου Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 171. 3) ἀπονόστησις, ἐπάνοδος, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 12. 9. 4) ἀπόσπασις, ἐξέλκυσις, «πρὸς τὸ κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τοῦ δόρατος σπαράττειν τὸ τραῦμα», Διόδ. 5. 30. 5) ἀνακομιδὴ λειψάνων, Ἐκκλ. ὡς καὶ νῦν.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de recouvrer.
Étymologie: ἀνακομίζω.