συνδιαπονέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_5) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιαπονέω''': διαπονῶ [[ὁμοῦ]], συγκοπιάζω, [[συνεργάζομαι]], μετά τινος Πλάτ. Σοφιστ. 218Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842Ε. | |lstext='''συνδιαπονέω''': διαπονῶ [[ὁμοῦ]], συγκοπιάζω, [[συνεργάζομαι]], μετά τινος Πλάτ. Σοφιστ. 218Β· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842Ε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαπονέω:''' вместе трудиться ([[μετά]] τινος Plat.): περὶ τὴν τροφὴν σ. Plat. вместе трудиться над добыванием пищи. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:12, 1 January 2019
English (LSJ)
A continue to work together, μετά τινος Pl. Sph.218b; περί τι Id.Lg.842e.
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich ausarbeiten, eine Arbeit vollenden; Plat. Legg. VIII, 842 e; μετά τινος, mit Einem arbeiten, sich üben, Soph. 318 b; u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαπονέω: διαπονῶ ὁμοῦ, συγκοπιάζω, συνεργάζομαι, μετά τινος Πλάτ. Σοφιστ. 218Β· περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 842Ε.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαπονέω: вместе трудиться (μετά τινος Plat.): περὶ τὴν τροφὴν σ. Plat. вместе трудиться над добыванием пищи.