Λάμαχος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ). | |lstext='''Λάμᾰχος''': [ᾱ], -ον, [[πρόθυμος]] εἰς μάχην, γνωστὸς τις [[Ἀθηναῖος]] [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. [[κλαυσίμαχος]]. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, [[μάχομαι]], Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ [[ὅμως]] [[ἀξία]] προσοχῆς καὶ ἡ [[ἐτυμολογία]] ἐκ τοῦ [[λαός]], [[μάχη]], ὡς τὸ λᾱγέτης, = [[πρόμαχος]] τοῦ λαοῦ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />Lamachos « très-guerrier » :<br /><b>1</b> général athénien;<br /><b>2</b> autres.<br />'''Étymologie:''' λα-, [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
Λάμᾰχος: [ᾱ], -ον, πρόθυμος εἰς μάχην, γνωστὸς τις Ἀθηναῖος μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ὁποίου, ἀρέσκεται νὰ παίζῃ ὁ Ἀριστοφάνης, πρβλ. κλαυσίμαχος. (Πιθ. ἐκ τοῦ λᾱ-, μάχομαι, Ἡσύχ.˙ ἀλλ’ ὅμως ἀξία προσοχῆς καὶ ἡ ἐτυμολογία ἐκ τοῦ λαός, μάχη, ὡς τὸ λᾱγέτης, = πρόμαχος τοῦ λαοῦ).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
Lamachos « très-guerrier » :
1 général athénien;
2 autres.
Étymologie: λα-, μάχομαι.