θριδακώδης: Difference between revisions
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(6_7) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρῐδᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θρίδακι, Διοσκ. 2. 160. | |lstext='''θρῐδᾰκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θρίδακι, Διοσκ. 2. 160. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θριδακώδης]], -ες (Α) [[θρίδαξ]]<br />όμοιος με μικρό [[μαρούλι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A lettuce-like, Dsc.2.132 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1219] ες, salatartig, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θρίδακι, Διοσκ. 2. 160.
Greek Monolingual
θριδακώδης, -ες (Α) θρίδαξ
όμοιος με μικρό μαρούλι.